αδιασταύρωτος

αδιασταύρωτος
-η, -ο [διασταυρώνω]
1. αυτός που δεν διασταυρώνεται, που δεν συναντάται ή δεν ενώνεται με άλλον («αδιασταύρωτες πληροφορίες»)
2. (Βιολ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε τεχνητή επιμιξία, σε διασταύρωση με άλλη φυλή ή άλλο είδος για βελτίωση τών χαρακτηριστικών του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδιασταύρωτος — η, ο 1. αυτός που δε διασταυρώνεται, ασυνάντητος: Μετά το τριακοστό χιλιόμετρο ο δρόμος είναι αδιασταύρωτος. 2. ανεξακρίβωτος: Η πληροφορία μένει ακόμη αδιασταύρωτη. 3. (για ζώα ή φυτά που ανήκουν σε διάφορα είδη) αυτός που δεν αναμείχθηκε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”