- αδιασταύρωτος
- -η, -ο [διασταυρώνω]1. αυτός που δεν διασταυρώνεται, που δεν συναντάται ή δεν ενώνεται με άλλον («αδιασταύρωτες πληροφορίες»)2. (Βιολ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε τεχνητή επιμιξία, σε διασταύρωση με άλλη φυλή ή άλλο είδος για βελτίωση τών χαρακτηριστικών του.
Dictionary of Greek. 2013.